- λεοντόδους
- οβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leontodon < leont- (< λέων, -οντος) + -odon (< ὀδών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
παπαδοπούλα — η 1. η κόρη τού παπά 2. κοινή ονομασία είδους τού φυτού λεοντόδους, αλλ. παπαδούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κατάλ. πούλα (πρβλ. βασιλο πούλα)] … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek